-
1 ευεργεσια
ион. εὐεργεσίη ἥ1) доброе дело2) благодеяние, услуга(εὐεργεσίαι καὴ χάριτες Plut.)
εὐεργεσίαν ποιεῖν Her., προσφέρειν Plat., προέσθαι Xen., καταθέσθαι Thuc. (ἔς и πρός τινα) — оказывать услугу3) звание благодетеля(εὐεργεσίαν ψηφίζεσθαί τινι Dem.; ср. εὐεργέτης 2)
-
2 εὐ-εργεσία
εὐ-εργεσία, ἡ, das Rechtthun, Guthandeln, Od. 22, 374, im Ggstz der κακοεργία; bes. Wohlthätigkeit, εὐεργεσίας ἀποτίνειν, die Wohlthat vergelten, 22, 235; Hes. Th. 503; Her. 3, 47; τῆς πόλεως, gegen den Staat, Plat. Legg. VIII, 850 b; καὶ ὠφέλειαι Gorg. 522 b; κείσεταί σοι εὐεργ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς ἀεὶ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129, vgl. 137; καταϑέσϑαι 128, wie Dem. 15, 11 u. Folgde; – ψηφίζεσϑαί τινι εὐεργεσίαν, Einem den Ehrentitel eines Wohlthäters zuerkennen, neben προξενίαν, ἀτέλειαν, Dem. 20, 60; so Xen. Hell. 1, 1, 26 εὐεργεσία τε καὶ πολιτεία Συρακουσίοις ἐν Ἀντάνδρῳ ἐστίν, u. oft in Inscr., z. B. 84. 91.
-
3 εὐεργεσία
II a good deed, kindness,εὐεργεσίας ἀποτίνειν Od.22.235
, cf. Hes.Th. 503 (pl.); ἡ ἐξ Ἱστιαίου εὐ. done by him, Hdt.5.11;ἐκτίνειν Id.3.47
(pl.); εὐεργεσίας ἀποδέξασθαι ἔς τινας ib.67;καταθέσθαι ἔς τινα Th.1.128
;εὐ. πεποιημέναι ἔς τινα Hdt.4.165
;προέσθαι X.An.7.7.47
;προσφέρειν Pl.Grg. 513e
; opp.εὐ. ἀπολαβεῖν Isoc.14.57
;εὐ. ὀφείλεταί μοι Th.1.137
, cf. 32; ἀντ' εὐεργεσίης for service done, Simon.97.6, Theoc. 17.116, cf. B.1.47 (pl.), IG12.108;ἀπ' εὐεργεσίας καθίστασαν τοὺς βασιλεῖς Arist.Pol. 1286b10
: c. gen., εὐ. τῆς πόλεως good service done the state, Pl.Lg. 850b: pl., public services,τὰς τῶν προγόνων εὐεργεσίας Lys. 14.24
, etc.2 ψηφίζεσθαί [τινι] εὐεργεσίαν to vote him the title of εὐεργέτης (q.v.), D.20.60, cf. IG22.29, etc.;κείσεταί σοι εὐ. ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεὶ ἀνάγραπτος Th.1.129
, cf. X.HG1.1.26, etc.III Εὐεργεσία, personified, = Lat. Liberalitas, D.C.71.34.2 epith. of Hera at Argos, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργεσία
-
4 εὐεργεσία
εὐ-εργεσία, ἡ, das Rechttun, Guthandeln, im Ggstz der κακοεργία; bes. Wohltätigkeit, εὐεργεσίας ἀποτίνειν, die Wohltat vergelten; τῆς πόλεως, gegen den Staat; ψηφίζεσϑαί τινι εὐεργεσίαν, einem den Ehrentitel eines Wohltäters zuerkennen
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский